- περιτοίχιση
- ηη πράξη και το αποτέλεσμα του περιτοιχίζω, το περιτοίχισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιτοίχιση — η, Ν η περίφραξη με τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτοιχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιτοίχισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περιτοίχισμα — το, Ν [περιτοιχίζω] 1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο 2. η περιτοίχιση 3. περιτοιχισμένος χώρος … Dictionary of Greek
περιτοιχισμός — ο, Ν [περιτοιχίζω] η περιτοίχιση … Dictionary of Greek
τοίχιση — η, Ν [τοιχίζω] περίφραξη με τοίχο, περιτοίχιση … Dictionary of Greek
τοιχογύρισμα — το, Ν [τοιχογυρίζω] περιτοίχιση … Dictionary of Greek
περιτοίχισμα — το, ατος ο περίβολος, ο τοίχος γύρω γύρω, η περιτοίχιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)